- συνηρημένως
- συνηρημένως, Adv., ([etym.] συναιρέω)A in general, Ammon.Diff.p.63 V., etc.2 by contraction, Hsch.s.v. ἅλιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηρημένως — ΝΜΑ γραμμ. με συναίρεση μσν. περιληπτικά αρχ. γενικά … Dictionary of Greek
συνῃρημένως — συναιρέω grasp perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)